- πουλλάκι
- το, Νβλ. πουλάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουλάκι — και παλ. τ. πουλλάκι, το, Ν [πουλί] υποκορ. κάθε μικρό πουλί, κυρίως ωδικό («τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη χαλκουμάτα», δημ. τραγούδι) 2. νεοσσός κότας, κοτοπουλάκι 3. μικρό πέος ή πέος μικρού παιδιού 4. φρ. α) «πουλάκι μου» i) προσφώνηση… … Dictionary of Greek